βουτυροποιός

βουτυροποιός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βουτυροποιός" в других словарях:

  • βουτυροποιός — ο ο βουτυροκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούτυρο (ν) + ποιός < ποιώ ( έω) (πρβλ. αλλαντοποιός, ζυθοποιός, οινοποιός κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Βυζαντίου Σκαρλάτου] …   Dictionary of Greek

  • βουτυροποιός — ο ο βουτυροκόμος, ο βουτυράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροποιείο — το το βουτυροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροποιός (πρβλ. αλλαντοποιείο, ζυθοποιείο, οινοποιείο κ.ά.). Η λ. βουτυροποιείον μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Βυζαντίου Σκαρλάτου] …   Dictionary of Greek

  • βουτυράς — ο 1. ο βουτυροποιός. 2. ο βουτυροπώλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροκόμος — ο ο βουτυροποιός, ο βουτυράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»